διπλοκλειδώνω

διπλοκλειδώνω
διπλοκλείδωσα, διπλοκλειδώθηκα, διπλοκλειδωμένος, κλειδώνω δύο φορές, ασφαλίζω καλά: Διπλοκλείδωσε την πόρτα κι έφυγε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διπλοκλειδώνω — κλειδώνω κάτι δύο φορές, ασφαλίζω καλά …   Dictionary of Greek

  • διπλ(ο) — (διπλούς, διπλός) α συνθετικό λέξεων που δηλώνουν διπλασιασμό ή επανάληψη τής σημασίας τού β συνθετικού π.χ. διπλοπρόσωπος, διπλοπαρακαλώ ΣΥΝΘ. αρχ. διπλοείματος, διπλωδούμαι μσν. διπλοεντέληνος, διπλοκαλαμαράτος, διπλοπαλαιολόγος,… …   Dictionary of Greek

  • κλειδαμπαρώνω — ωσα, ώθηκα, κλειδαμπαρωμένος, κλειδώνω και αμπαρώνω την πόρτα, διπλοκλειδώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλειδομανταλώνω — κλειδομαντάλωσα, κλειδομανταλώθηκα, κλειδομανταλωμένος, κλειδώνω και μανταλώνω συνάμα, διπλοκλειδώνω: Ζει μόνη της και κλειδομανταλώνει τις πόρτες της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”